κείμενο | παναγιώτης κόκκαλης */* φωτογραφίες | παναγιώτης κόκκαλης */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου
κείμενο | παναγιώτης κόκκαλης */* φωτογραφίες | παναγιώτης κόκκαλης */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου
Πεμπτουσιωτές*: Το «μακρύ αγκάθι»
*Εμπειρίες, αντικείμενα, εικόνες, έργα τέχνης, μουσικές, ταινίες, πρόσωπα κ.ά. τα οποία μας συντάραξαν και στα οποία χαρίσαμε κομμάτια από τη ψυχή μας, ώστε -μέσω αυτών να παραμείνουμε- αθάνατοι.
Άραγε, ο παράδεισος θα παρέμενε ίδιος, εάν δεν υπήρχε άνθρωπος να τον θαυμάσει; Και η κόλαση; Πώς θα ήταν τέτοια, δίχως κάποιον να μαρτυρήσει την ασχήμια της;
Ο χώρος, όπως τουλάχιστον τον αντιλαμβανόμαστε, μοιάζει να συνδέεται στενά με τους ανθρώπους που ζουν σε αυτόν. Άλλοτε ομορφαίνει και εξελίσσεται με τη συνδρομή τους, άλλοτε καταντά ένα κακέκτυπο αυτού που κάποτε υπήρξε -ποτέ, ωστόσο, δεν παραμένει ίδιος. Κάποιοι τόποι μοιάζουν να φέρουν εντονότερα το φορτίο της ανθρώπινης ύπαρξης που πέρασε από πάνω τους.
Γίνονται, έτσι, θολοί, μία ακαθόριστη αντανάκλαση του παλιού τους κάλλους, σαν πίνακας του Μονέ. Έχεις νιώσει ποτέ την ενέργεια ενός τόπου να σε διαπερνά; Σαν ηχώ σε σπηλιά που όσο τον πλησιάζεις τόσο δυναμώνει; Για έναν τέτοιο τόπο θα σου πω, που μόλις στάθηκα απέναντί του ένιωσα τον πόνο του να με τρυπά σαν αγκάθι. Σαν «μακρύ αγκάθι»: Η Σπιναλόγκα.
Ήδη από την περιοχή της Ελούντας, το νησί φαντάζει επιβλητικό. Λες και κάποιος το τοποθέτησε σε βάθρο ως έκθεμα, για να μην λησμονήσουμε ποτέ. Όσο το καραβάκι που σε μεταφέρει πλησιάζει στη Σπιναλόγκα, τα συναισθήματα είναι πράγματι ανάμεικτα.
Από τη μία, αυτή η αψεγάδιαστη, ωμή ομορφιά ενός τοπίου στα χρώματα του πράσινου και της άμμου, πνιγμένου στο μπλε της θάλασσας, να το λούζει ο καυτός ήλιος κι από την άλλη αυτή η περίεργη αίσθηση… σαν σφίξιμο στο στομάχι. Τελικά, πιο ακρουστική είναι η ασχήμια που δεν βλέπεις με τα μάτια.
Φτάνοντας στο λιμάνι του νησιού και ανηφορίζοντας προς τη «χώρα», θαρρείς πως ακούς από παντού ιστορίες. Ψίθυρους μέσα από τα χαλάσματα, συντρίμμια μίας ζωής που κανείς εκεί μέσα δεν είχε διαλέξει, μα που οι περισσότεροι μόχθησαν για την τιμήσουν. Ένα εκκλησάκι, σπίτια από πέτρα μισογκρεμισμένα, σιδερένιες πόρτες, το απολυμαντήριο. Άνθρωποι που εκδιώχθηκαν για να πεθάνουν, μα αποφάσισαν να ζήσουν, κάνοντας το ατομικό συλλογικό και τη φρίκη αλληλεγγύη. Και γραμμένος στην πόρτα του πάλαι ποτέ φαρμακείου ο επίλογος: «19 Ιουνίου 1957. Η τελευταία {άρρωστη} των λεπρών ημέρα Τετάρτη».
Η νεότερη ιστορία του νησιού είναι λίγο έως πολύ γνωστή: λειτούργησε για πάνω από μισό αιώνα ως λεπροκομείο ή, μάλλον, ως μία ιδιότυπη φυλακή χανσενικών με άθλιες συνθήκες και ανεπαρκή στήριξη. Ψυχές που βίωσαν την “εις θάνατον καταδίκην” αλλεπάληλες φορές, τόσο βιολογικά, όσο πολιτικά και κοινωνικά. Ο φόβος, η άγνοια, η τρομοκρατία, το άγνωστο, η έλλειψη ενσυναίσθησης, τίποτε από όλα αυτά μα και όλα μαζί συνέθεσαν άλλη μία ιστορία ανείπωτου πόνου, αδικίας, εγκατάλειψης, απομόνωσης, κοινωνικού αποκλεισμού. Μία ιστορία που ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως διακυβεύματος, γίνεται θηρίο και, έτσι, δεν αναγνωρίζει τους άλλους ανθρώπους ως ίσους, θέλοντας, τελικά, να τους κατασπαράξει. Καθισμένος, λοιπόν, στο λιμάνι του νησιού, με εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι που δεν λέει να περάσει, αγναντεύω την Ελούντα και σκέφτομαι: Άραγε ποιός από τους δύο τόπους λογίζεται ως παράδεισος; Εδώ που έζησαν άνθρωποι ή εκεί που διαφεντεύουν τα θηρία;
Υστερόγραφα Αγάπης
Η Σπιναλόγκα είναι, συνήθως, ανοιχτή για το κοινό από την 1η Απριλίου έως την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους.
Να μην αφήσουμε το φόβο, την άγνοια και το μίσος να μας κυριέψουν. Μας συνδέουν πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε πως μας χωρίζουν.
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στα αδέρφια μου τους χανσενικούς, στους οροθετικούς, στους κομμουνιστές, στους Εβραίους, στους Παλαιστίνιους, στους Αρμένιους, στους Πόντιους, στους μαύρους, στους χριστιανούς, στους αλλόθρησκους, στους πρόσφυγες, στις γυναίκες, στους υπέρβαρους, στους άσχημους, στους κοντούς, στους χρήστες, στα ομοφυλόφιλα και τρανς άτομα και σε όποιον άλλον απρόκλητα στοχοποιείται για αυτό που είναι, πιστεύει, αγαπά ή απλώς έτυχε να φέρει. Και σε εσάς αδέρφια μου, που ένα Σάββατο βράδυ βρεθήκατε να τρέχετε στο πιο κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, για να γλιτώσετε από το σκοτάδι.