Η αναμονή συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο την ακινησία και ξεσπάσματα ακούσιας κινητικότητας, βαθιά προσήλωση σε μια δράση ή σε μια σκέψη και την αναρχία του συλλογισμού που μεταπηδά με μια αναπάντεχη τυχαιότητα από θέμα σε θέμα, από το πιο τετριμμένο στο πιο συνταρακτικό και πίσω πάλι σε υποχρεώσεις της καθημερινότητας, στην ποταπότητα της μικρο-κακίας και μιας ασάλευτης πλήξης. Η αναμονή είναι ταυτόχρονα κενή και υπερβολική γεμάτη, και οδηγεί τον άνθρωπο σε μια ανοίκεια επιτελεστικότητα χαοτικής σκέψης, ακινησίας, επανάληψης και συχνά παράλογων κινήσεων. Είναι από τις πιο συνταρακτικές επαφές του ανθρώπου με μια χρονικότητά του, που ενώ οφείλει να κυλά γραμμικά, εκλαμβάνεται εν τέλει ως μια αιώνια, στατική εμπειρία. Έτσι λοιπόν, σκέφτηκα όλες αυτές τις απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις, τις μικροκινήσεις, τις κωμικές και βίαιες εξάρσεις, την τραγικότητα του ακίνητου σώματος πριν την παραδοχή πως εν τέλει η αγαπημένη έχει πεθάνει. Και μετά έρχεται η εφεύρεση μιας γλώσσας για το θάνατο, που δεν είναι γλώσσα αλλά στη συγκεκριμένη παράσταση ένας θρησκευτικός ύμνος που παρουσιάζει την άμωμο σύλληψη ως μια βαθιά ποιητική και αισθητηριακή εμπειρία της Παναγίας, γκρεμίζοντας (με αμείωτη πίστη και ταπεινότητα) το φράγμα μεταξύ της Παρθένου και ενός ζώντος, απτού γυναικείου σώματος. Η αφήγηση συνεπώς της παράστασης είναι η επινόηση, κατασκευή και εκτέλεση ενός πραγματικά συγκλονιστικού ύμνου της Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν ο οποίος δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αναστήσει το σώμα της αγαπημένης, αλλά μπορεί να καταστήσει ποιητική την μνήμη του σώματος που μας εγκαταλείπει.
Υπήρχαν πολλά στοιχεία που μου έκαναν ειλικρινή εντύπωση στη διαδικασία της προετοιμασίας της παράστασης. Κατ’ αρχάς, η αρχική έρευνα αποκάλυψε μια εντυπωσιακά ικανή και έξυπνη γυναίκα, μια δεινή επιστολογράφο, θεραπεύτρια με μια πρωτόγνωρη ειλικρίνεια περί γυναικείας ανατομίας, οραματίστρια και καλλιτέχνιδα, που θεωρούσε πως η αποτύπωση των εκστατικών οραμάτων της ήταν πολυμεσικά – ούτε ο ήχος από μόνος του, ούτε η εικόνα από μόνη της, και σίγουρα όχι τα κοσμικά Λατινικά που συνειδητά χρησιμοποιούσε μπορούσαν να συλλάβουν και να μεταδώσουν την ενεργή και εν πλήρει συνειδήσει συμμετοχή της στην αποκάλυψη του Θείου ενώπιόν της. Τα μεταγεγραμμένα οράματά της είναι συνδυασμός εικόνας, υμνολογίας, αυτοβιογραφίας, σαν να απαιτούσε μια ολοκληρωτική συμμετοχή του σώματος του αποδέκτη με την προσωπική της εμπειρία.