κείμενο Ι παναγιώτης κόκκαλλης */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
ω, έρωτα...
Ποιός πρόλογος να χωρέσει τον έρωτα;
Ποιές λέξεις να τον περιγράψουν δίχως να γίνουν κομμάτια;
Όχι, δεν αναφέρομαι σε εκείνον τον έρωτα που μοιάζει να είναι, που ίσως γίνει ή που, τελικά, δεν ήταν, ούτε σε εκείνον που- κατά την ευρυπίδεια σύλληψή του – μπορεί να σε οδηγήσει στην αρετή.
Αναφέρομαι στον άλλον, τον Έναν, σε αυτόν που αδιαφορεί για τα «πρέπει», που αψηφά τη λογική, που είναι ικανός για τα πάντα και για τίποτα, σε αυτόν που τα θέλει και τα παίρνει όλα. Μα όσο γνώριμος κι αν ακούγεται, όσοι στίχοι κι αν τον έχουν τραγουδήσει, όσα δάκρυα κι αν έχουν χυθεί για χάρη του μπροστά σε παγωμένες οθόνες, τίποτε δεν φαίνεται να τον θυμίζει πια. Ίσως να είναι αυτή η εκκωφαντικά φλύαρη καθημερινότητα που συνεχώς αναλύει μα δεν αισθάνεται. Ίσως να είναι και οι ενήλικες ψυχές μας που μοιάζουν, πλέον, να μην τον αντέχουν. Κι έμειναν μονάχα κάτι ηλιοβασιλέματα να μας τον θυμίζουν και λίγες νεανικές αγκαλιές σε στάσεις λεωφορείων. Mία τέτοια υπόμνηση έρωτος λαμβάνει χώρα κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Τ!
Ο λόγος για τη νέα παράσταση «Senso» του Σωτήρη Ρουμελιώτη, η οποία, εμπνευσμένη από νουβέλα του Camillo Boito, πραγματεύεται την οξύμωρη συνύπαρξη του έντονου και απόλυτου πάθους με τη λογική και μας καλεί να αφεθούμε, να παραδοθούμε άνευ όρων σε συναισθήματα που είτε έχουν λησμονηθεί είτε έχουν επιμελώς θαφτεί. Κέντρικό πρόσωπο του έργου είναι η κόμισσα Λίβια Σεπιέρι, την οποία ο θεατής ανακαλύπτει μέσα από το προσωπικό της ημερολόγιο. Η Λίβια είναι μία γυναίκα μπροστά από την εποχή της. Αναγνωρίζει τους περιορισμούς που της επιβάλλονται κοινωνικά και νιώθει να ασφυκτιά. Σε πολλές περιστάσεις, μοιάζει κοινότοπη, σχεδόν στερεοτυπική, ακροβατώντας επιδέξια μεταξύ μιας αθεράπευτης ματαιοδοξίας και μίας αναμενόμενης προσκόλλησης σε νόρμες της εποχής της. Ωστόσο, η ίδια, έχοντας συνειδητοποιήσει τους όρους του «παιχνιδιού», απλώς προσαρμόζεται με σκοπό να εξασφαλίσει τους όρους που θα της επιτρέψουν να διεκδικήσει την ελευθερία της, που θα της επιτρέψουν να χειραφετηθεί. Γνωρίζει πως είναι διαφορετική, πως αποτελεί τον ήλιο ενός νέου πλανητικού συστήματος, το κέντρο μίας, ενδεχομένως, νέας κοινωνίας, και δεν διστάζει να μας το εκμυστηρευτεί. Κατά τη διάρκεια της παράστασης την παρακολουθούμε να εγκαταλείπει την ασφάλεια της παντοδύναμης λογικής, να κυλιέται αχόρταγα στην αβεβαιότητα του πάθους και να επιχειρεί να επιστρέψει μάταια στο λογικό εαυτό της που, όμως, έχει από καιρό χαθεί. Η κόμισσα Λίβια ερωτεύεται τον νεαρό Ρεμίτζιο, ο οποίος πολλές φορές θυμίζει τη χειρότερη εκδοχή του εαυτού της και, μετά βεβαιότητας, είναι όλα όσα δεν έπρεπε ποτέ της να ερωτευτεί. Όμως το κάνει, παραδομένη απόλυτα σε κάτι που την υπερβαίνει. Γιατί «οι λέξεις δεν αρκούν για να αγγίξεις την ποίηση», γιατί η λογική δεν αρκεί για να αγγίξεις τον απόλυτο έρωτα.
Σκηνοθετικά, η παράσταση ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ο ταλαντούχος και ευρηματικός σκηνοθέτης της, Σωτήρης Ρουμελιώτης, κατάφερε με τις επιλογές του να απογειώσει το πρωτογενές υλικό και να προσφέρει στο θεατή μία ουσιαστική, θεατρική εμπειρία. Τον ρόλο της Λίβια μοιράζονται τρεις ηθοποιοί, τρεις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας γυναίκας ή τρεις διαφορετικές γυναίκες, οι οποίες, μέσω των απολύτως εύστοχων φωτισμών, γίνονται έξι, εννιά, δώδεκα και τελικά κάθε γυναίκα που μάχεται και επιζητά τη χειραφέτησή της. Η Λίβια σκέφτεται, ονειρεύεται, ερωτεύεται, πονά και θρηνεί μένοντας πάντοτε πιστή στην αλήθεια της, περπατώντας, χορεύοντας ή ξαπλώνοντας πάνω στις σελίδες του ημερολογίου της, σε ένα λιτό μα ιδανικό για την περίσταση σκηνικό της Μαρίας Καραδελόγλου. Ο Σωτήρης Ρουμελιώτης, κάνοντας χρήση οπτικών μέσων, πρωτότυπης μουσικής (Κωστής Παλαιογιάννης), των υπέροχων κουστουμιών της παράστασης και, πρωτίστως, των σωμάτων των ηθοποιών «γεννά» αβίαστα εικόνες υψηλής αισθητικής και προκαλεί γνήσιες εκρήξεις συναισθημάτων. Αγαπημένες μου στιγμές, η μεθυστική σκηνή στο λουτρό αλλά και η εκστατική σκηνή της διαδρομής της Λίβια προς τον αγαπημένο της Ρεμίτζιο.
Η παράσταση δύσκολα θα ήταν η ίδια, δίχως τις εξαιρετικές ερμηνείες των τριών ηθοποιών που μοιράζονταν τον ρόλο της Λίβια. Η Έλμα Βλαστοπούλου, η Ζωή Λάη και η Δήμητρα Φάκα χρησιμοποίησαν αριστοτεχνικά κάθε διαθέσιμο εκφραστικό τους μέσο, σε ερμηνείες απαιτητικές με έντονη σωματικότητα. Λόγος και σώμα αλληλοσυμπληρώνονταν αρμονικά. Ακόμα και στις σιωπές τους, δε, η πλαστικότητα και η ακρίβεια των κινήσεων τους μαρτυρούσαν όσα οι λέξεις αποφάσισαν να κρύψουν.
Σε πείσμα των καιρών, λοιπόν, τολμήστε να αφεθείτε, να εκφρασθείτε, να νιώσετε, να νικήσετε ή και να νικηθείτε. Καλή θέαση!
Related posts:
η πρώτη μου αυτοσχέδια παράσταση
στην παράσταση "Ορέστης" του Κ.Θ.Β.Ε.
Το φως θέλει το σκοτάδι του
ρε, Θανάση, τί λες τώρα....
έχεις τρεις επιλογές
...here comes the sun