at a glance
Top

Στην παράσταση «Το Πλυντήριο»

κείμενο | νίκη ζερβού*/* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Λίγο πεύκο να ξεπλυθεί το κρίμα μας

Μόλις περάσαμε τον πιο ζεστό Δεκέμβρη των τελευταίων 15 χρόνων, το μέλλον φαίνεται δυσοίωνο και ίσως κάποτε η ζωή μας θα μοιάζει με ταινία hunger games. Κάποια πράγματα, όμως, δε θα αλλάξουν ποτέ και νομίζω θα συμφωνήσουν πολλοί πως βασικό εκ τούτων, είναι η Ελληνίδα μάνα. Η μάνα γενικότερα, η Ελληνίδα εν προκειμένω, όπως παρουσιάζεται στο έργο του Θανάση Τριαρίδη, «Πλυντήριο» και όπως μας παρουσιάστηκε στην μικρή, αλλά θαυματουργή σκηνή του Alte Fablon σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου.

Σε ένα μέλλον, ίσως πολύ κοντινό, δύο μανάδες συναντιούνται τρεις φορές σε δημόσια πλυντήρια και συζητούν για την ζωή και τα παιδιά τους. Με τον ίδιο τρόπο που ανταγωνίζονται οι μανάδες για το ποιανής το παιδί παίρνει καλύτερους βαθμούς και περισσότερα βραβεία στο παρόν, ανταγωνίζονται για το ποιο παίρνει περισσότερες ζωές σε μία δημόσια αρένα με σκοπό την εξάλειψη των νέων κοριτσιών και όχι μόνο, στο μέλλον. Όταν η κοινωνία ξεκινάει να κάνει διακρίσεις και να αποφασίζει για την ζωή των ανθρώπων, το μέτρο χάνεται γρήγορα και οι εξελίξεις τρέχουν πριν προλάβουμε να τις κατανοήσουμε. Το αποτέλεσμα πάντα είναι ο διάλογος αυτών των μπερδεμένων γυναικών στα δημόσια πλυντήρια που προσπαθούν να βρουν την θέση τους και να εκπληρώσουν τον ρόλο τους σε έναν κόσμο που έχει χάσει τον σκοπό του. Μέσα από την σχέση τους αναδύονται δίπολα εξουσίας, συμπεριφορές υποκινούμενες από την ανάγκη της προστασίας των παιδιών και την επιβίωση και μέσα από τις φαρμακερές ατάκες τους και το μαύρο χιούμορ, αναγνωρίζουμε στα πρόσωπα των δύο γυναικών, κοντινούς μας ανθρώπους. Τις δικές μας μάνες, θείες, γιαγιάδες, τις γυναίκες που θα έκαναν τα πάντα για το παιδί τους και πάντα θα βρουν έναν λόγο να είναι περήφανες γι’ αυτό.

Η σκηνοθετική απόδοση του Γιάννη Παρασκευόπουλου έχει εξίσου δυστοπικά αλλά και βαθιά ανθρώπινα στοιχεία. Τα επαναλαμβανόμενα κινησιολογικά μοτίβα στοχεύουν στην ανάδειξη της λούπας και της ματαιότητας την οποία βιώνουν οι ηρωίδες. Αργότερα τα μοτίβα σπάνε και δημιουργείται μια ρεαλιστική συνθήκη με ζωντανούς διαλόγους που εντείνεται καθώς αλλάζουν οι δυναμικές στην σχέση των γυναικών και της καθημερινότητάς τους. Ο σκηνοθέτης για ακόμη μια φορά τοποθετεί την δράση στη μέση του χώρου και χωρίζει τους θεατές στις δύο πλευρές του, δημιουργώντας διαφορετικές οπτικές στην παράσταση. Έτσι, η εμπειρία αλλάζει ανάλογα με την θέση των θεατών και σίγουρα αν δει κάποιος την παράσταση δεύτερη φορά από διαφορετική οπτική αλλάζει και η σύνδεση του με τους χαρακτήρες και την δράση.

Οι δύο ηθοποιοί, Ελένη Δημοπούλου και Μαγδαληνή Μπεκρή φέρουν μαζί τους τις ταυτότητές τους. Είναι και δύο μάνες και σίγουρα έχουν αντιμετωπίσει κάποιες από τις καταστάσεις που παρουσιάζουν. Έτσι, η υπόθεση γίνεται άμεση, προσωπική και οικεία. Οι γονείς θεατές μπαίνουν στην διαδικασία να ταυτιστούν με τις ατάκες και την ανησυχία τους. Τα παιδιά θεατές αναγνώρισαν κοινά μοτίβα που διατρέχουν την ζωή τους. Όλοι, όμως, σκέφτηκαν πως το μέλλον ίσως είναι κάπως έτσι, γνώριμο και βίαιο.

Εξαιρετικό είναι το σκηνικό της Ευαγγελίας Κιρκινέ, το οποίο έχει αποδοθεί πολύ ρεαλιστικά με τη συνδρομή του Θάνου Καρώνη στις ειδικές κατασκευές. Τα δύο πλυντήρια, η πράσινη ταπετσαρία που είναι ίδια με πλακάκια σε τοίχους δημόσιων πλυντηρίων, κομμωτηρίων και χώρων αισθητικής, τα άβολα μικρά καθίσματα που έχουν συνήθως τέτοιοι χώροι αναμονής, ακόμη και ο στρόγγυλος καθρέπτης μας έβαλαν μέσα σε έναν φυσικό χώρο και μπορέσαμε να συνδεθούμε ακόμη περισσότερο με την πλοκή.

Το κείμενο του Θανάση Τριαρίδη είναι ανατριχιαστικά ακριβές και η απόδοση του είναι σαν το μέλλον μας: μαύρη, γλυκόπικρη και μυρίζει μανούλα.