κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Στάθηκε με τους ώμους του μαζεμένους φοβούμενος το αδιόρατο. Με τον αντίχειρά του απαρίθμησε μικρό, παράμεσο, μέσο και δείκτη. Κάτι δεν του ‘βγαινε. Πάμε πάλι από την αρχή, μονολόγησε και ξανάφερε τον αντίχειρα στο μικρό του δάχτυλο. Στον παράμεσο σταμάτησε. ‘’Δε βαριέσαι!’’. Ψύχραιμος έπιασε και έστρωσε τους ήδη σηκωμένους γιακάδες του παλτού του να του καλύψουνε καλά τον σβέρκο. Ναι· αν κάπνιζε θα ήτανε η κατάλληλη στιγμή ν’ άναβε ένα. ‘’Δε βαριέσαι!’’. Χαμογέλασε ανασηκώνοντας στραβά το πάνω χείλος του. Βρήκανε ευκαιρία και το ‘σκασαν από μέσα του κάποιες πίκρες, μα οι ριμάδες, μέσα στις χούφτες τους σκοντάψανε. Τις ξαναλούστηκε άθελά του. Έγινε δρόμοι, έπειτα.
Η ομίχλη, στενό το στενό, απλώθηκε αθόρυβα στην πόλη. Συναντήθηκε μαζί της στην μεγάλη στροφή μπροστά στο σπίτι της Ζωίτσας. Καταχνιά κι αυτός. Στον μικρό κήπο με την φορτωμένη από άνθη μανόλια. Ούτε η ομίχλη του μίλησε, μήτε αυτός της αποκρίθηκε. Τον διέσχισε, κι ο ίδιος διασχίστηκε. Συνέχισε βήμα και σκέψη, σκέψη και βήμα, για μια πορεία άγνωστη. Παρατήρησε τον κόσμο που στις ράγες του ο καθένας σέρνονταν σε προδιαγραμμένες πορείες. Στάθηκε σε βιτρίνες μπροστά σε αφόρετα παπούτσια, σε ψυγεία αναψυκτικών, σε μια αφίσα που ντελάλιζε θεατρικά ανεβάσματα. Ζητείται συγκάτοικος, πιο ‘κει. Παρατήρησε απλανή βλέμματα σκύλων ξαπλωμένα σε πλάκες πεζοδρομίων. Δίπλα τους βρωμιές από χυμένα κακάο γάλατα. Τσίχλες κολλημένες σε κάδους απορριμμάτων, δίτροχα και τετράτροχα να περιμένουνε στα φανάρια μαρσάροντας. Αδημονώντας για ποιος ξέρει τι. Σήκωσε το κεφάλι του. Περίσσευε λίγος ουρανός. Μου ‘κανε τη χάρη η ομίχλη, σκέφτηκε, και πήρε μια ρυπογόνα ανάσα. Καλησπέρισε το ζεύγος Ιωάννου, όλα καλά, εσείς; χαιρετισμούς στους δικούς σου, αγόρι μου, να βρεθούμε για έναν καφέ, γιατί όχι, θα τους το πω. Και δεν θ’ ανταμώσει ποτέ, κανείς με κανένα. Άλλη βιτρίνα έπειτα. Γεμάτη κινητά που προκαλούνε. Απέναντι στο μανάβικο κάποια κυρία εκλιπαρεί αξιοπρεπώς τον μαγαζάτορα για μια σακούλα φρούτα για τα πεινασμένα της παιδιά. Φύγε, φύγε, εκείνος. Τα Τέμπη πρώτο θέμα. Κρυφά στην δεξιά του τσέπη, μικρός, παράμεσος, μέσος, δείκτης. Δεν έχει πιο βαθιά η τσέπη του. Τα Τέμπη πρώτο θέμα. Οι ζωές μας τελευταίο βαγόνι. Άλλες, πάλι, στα πρώτα. Τι τα θες!
Ένας συνομήλικός του κρύβει στην πλάτη του ένα κλωνάρι με άνθη από τη μανόλια της Ζωίτσας. Σίγουρα από εκεί είναι, τον είδε, προ ολίγου, να περνά. Να! το χαρίζει τώρα στην κοπέλα του. Κοίτα αγάπη, κοίτα.
Ο μικρός είναι το ένα, ο παράμεσος το δύο, ο μέσος το τρία, ο δείκτης το τέσσερα. Ο γιατρός τού είπε δυο μήνες το πολύ. Ούτε τρεις, ούτε τέσσερις. Δύο.
Σκαρφάλωσε στη στέγη του παλιού συνεργείου του κυρ Γιάννη. Γέμισε σκόνες, σκουριές και ιστούς αραχνών. Η ομίχλη σκέπασε την μικρή πόλη εξολοκλήρου. Λίγα φώτα είχαν προλάβει να την τρυπήσουν σα τσιγκέλια, από παντού. Μια παχιά ησυχία έδινε την αίσθηση ανθρώπινης απουσίας. Ψευδαίσθηση. Έκατσε στα γόνατα, έπιασε σφιχτά από τον καρπό το δεξί του χέρι κοιτώντας την μέσα πλευρά της παλάμη του, θαρρείς, για να το πνίξει.
Ο μικρός είναι το ένα, ο παράμεσος το δύο, ο μέσος το τρία, ο δείκτης το τέσσερα. Έσφιξε τη γροθιά του κι ένας ψίθυρος, ο δικός του, φίλησε κάθε υγρασία της ομίχλης.
‘’Δύω…’’ με ωμέγα.
Ο παράμεσος ήταν το δύο.