Η δόλια η ταμίας από τη πρώτη στιγμή μου είχε πει “μάλλον θα το καταφέρουμε. Μην ανησυχείτε τόσο”. Αλλά πληθαίναν οι άνθρωποι σαν εμένα. Όλοι διπλοί ή τριπλοί στη παρέα. Εγώ πάντα μόνος. Μια θέση-και τι ζητάω;!…Άξαφνα έρχεται ο Σταμάτης Φασουλής με τον ηθοποιό Γιώργο Δεπάστα, με εισιτήρια στο χέρι.
“Αυτοί κρατούσαν εισιτήρια-προνόησαν βδομάδες πριν-εγώ γιατί δεν το είχα κάνει επίσης νωρίτερα;”, μετάνιωνα όσο ζήλευα να τους βλέπω να μπαίνουν μέσα.
Πάω-έρχομαι, ανεβαίνω-κατεβαίνω το πεζοδρόμιο της οδού Κυκλάδων. Κοντεύω να το σκάψω το πλακάκι κάτω. Χαζεύω τα παράθυρα του θεάτρου. Τα θρυλικά παράθυρα του.
Με έχουν ζώσει τα νεύρα. “Εγώ απόψε θα μπω εδώ μέσα, ο κόσμος να χαλάσει”, σκέφτομαι. Και πάνω που είμαι αυτοεκνευριζόμενος, ακούω σαν τώρα τη ταμία να μου φωνάζει “κύριε, ελάτε σας παρακαλώ…σας άργησα, γιατί κατάλαβα τη λαχτάρα σας και ήθελα κάτι-όσο καλύτερο για εσάς”. Το χαρτάκι μου το έδωσε από τη κλειστή της παλάμη στο δικό μου ανοιχτό χέρι. Κάνω να δω και δεν είναι εισιτήριο-μόνο αναγραφή θέσης. Γυρνάω τη κοιτάω, πάω να της μιλήσω και με προλαβαίνει, “μου κάνατε παρέα μια ώρα και βάλε, πέρα δώθε πηγαίνοντας, περιμένοντας. Χαίρομαι νέα παιδιά να έχουν τόση λαχτάρα για θέατρο. Να περάσετε καλά”.
Κι ύστερα ήρθε η μυσταγωγία. Δυόμιση ώρες παραδομένος στη θεατρική μέθεξη. Μια παράσταση ακριβείας, με τη Πέγκυ Σταθακοπούλου, την Εύη Σαουλίδου, τη Λουκία Μιχαλοπούλου, τη Ξένια Καλογεροπούλου-δεν ξεχνιέται ο “σιωπηρός” της πρόλογος. Το έργο του Γιώργου Διαλεγμένου σε έπαιρνε από το χέρι και σε πήγαινε σε μια ολάνθιστη θεατρική άνοιξη.
Παρατηρούσα το μαθηματικής ακριβείας δώσιμο του Λευτέρη Βογιατζή στο ρόλο, και έλεγα μέσα μου, “Χριστέ μου, τι μορφή”…
Μια κίνηση, ένα βλέμμα, ένας ψίθυρος, ένα άγγιγμα…όλα ήταν μαγικά στο “Bella Venezia”. Κι εκείνα τα έξι παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε ένα θέατρο που είναι για όλους. Ισότητα ανάμεσα σε όλους εμάς με ανάπηρα σκοτεινά μυαλά κι εκείνα τα απλά φωτεινά πλάσματα. Μάθημα ελληνικού θεάτρου αυτή η παράσταση. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα στο κρεβάτι μου. Μόνο στριφογύριζα. Ξημέρωσε και έχοντας τρανταχτεί από ότι έζησα το βράδυ για τρεις ώρες, κουλουριασμένος με μια κουβέρτα, άκουσα ένα σπουργίτι έξω στο μπαλκόνι. Ή μήπως έκανα λάθος;