Τις νύχτες θα σε τσακώνεις επ’ αυτοφώρω να ξεσπάς, να φωνάζεις όλα εκείνα που μέχρι χτες μουρμούριζες ακατάληπτα και σιωπηλά, να διαολοστέλνεις μέχρι και το πιο δημοφιλές σύμβολο του ρομαντισμού, το φεγγάρι και να εύχεσαι οι καπνοί των τσιγάρων σου να καταπιούν κι αυτό κι εσένα μαζί.
Γι’ αυτό και κάτι τέτοιες περιόδους ποτέ δεν είσαι όσος θα άντεχες. Πουθενά δεν μπορείς να ταιριάξεις. Με τους άλλους είσαι ο μισός και όταν είσαι μόνος σου περισσεύεις, σου πέφτεις πολύς, πώς να σε κάνεις ζάφτι; Κι έπειτα τι; Να σε φιμώσεις; Φιμώνεται το μυαλό; Άντε κάνε πως του λες να μη σκέφτεται κάτι και θα δεις. Όχι μόνο θα το σκέφτεται αλλά όσο εσύ του λες «μη» εκείνο θα γελάει και θα σου το επιστρέφει ως έμμονη ιδέα, όλη δικιά σου και να τη χαίρεσαι. Να παραδοθείς σε όσα σε βασανίζουν; Θα σε ξεσκίσουν πατόκορφα, δε σου αξίζει.
Απομονώνεις, λοιπόν, το υποσυνείδητο, επιστρατεύεις το συνειδητό και στο τέλος τα φέρνεις αντιμέτωπα για τη μεγάλη τελική σύγκρουση. Εδώ δεν παίζεται το ποιο θα νικήσει. Και τα δύο είσαι εσύ. Εδώ παίζεται στο όλα για όλα το τελικό απογύμνωμα του ενός απέναντι στο άλλο.
Καλείσαι εσύ να παραδεχτείς σ’ εσένα όλα εκείνα τα δεν και τα ποτέ σου. Να αναγκάσεις όλα εκείνα τα απαγορευτικά σου να υποκλιθούν στο πείσμα σου και τελικά να υποκλιθείς κι ο ίδιος μπροστά στο ότι κανένα τους δεν ήταν ποτέ αληθινό. Να παραδεχτείς ότι δεν υπάρχουν «ποτέ» ούτε «δεν», να τα λουστείς ωραία και καλά, να τα αγαπήσεις, να πείτε μαζί και κανένα απ’ αυτά τα τραγούδια που σας θυμίζουν τόσα και να πας παρακάτω.