
κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Μια βόλτα ήθελα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, σε είδα να κοιμάσαι. Τί ονειρεύεσαι; Ποιός ξέρει; Ήσυχα- ήσυχα, κατέβηκα κι άφησα το κλειδί στη Ματίνα, στη reception. Βγήκα στον ήλιο κι άρχισα να περπατώ βλέποντας την Ακρόπολη. Για πυξίδα την είχα. Ξέμπλεξα τα ακουστικά κι έβαλα Spotify. Κι ότι βγάλει, κι όπου με βγάλει. Είπα να πάψω να σκέφτομαι. Το μυαλό όμως τρέχει. Θυμάται. Ιδρώνουν τα άκρα, υγραίνουν τα μάτια.Ο ιδρώτας όσων ζήσαμε, ένας κόπος σαν κόμπος που δε λέει και δε θέλω να κόψω. Στο παγκάκι εδώ, που βρωμάει ακαθαρσίες, κι εγώ σε μύριζα σαν να ΄ψαχνα οξυγόνο, σου είπα “σ΄αγαπώ”.
Πρώτα χάθηκα στα μάτια σου, ξέχασα που ήμουν, σε χάζευα σα βλάκας κι ύστερα στο είπα και σε φίλησα. Φούντωσα. Άναψα. Ένα ξενοδοχείο να ήξερα, εδώ γύρω, θα τελειώναμε ξανά και ξανά, έως αύριο. Εδώ όμως, χάνομαι στην ανάσα σου. Το χέρι μου, μέσα σου, εσύ με αγγίζεις και τρελαίνομαι. Η καρδιά παίζει ντραμς κι η γλώσσα σου, ζεσταίνει τη δικιά μου. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε αυτό. Λεπτά; Μισάωρο; Μια μέρα; Κι ύστερα χέρι-χέρι, ανεβήκαμε ψηλά. Γιατί είμασταν ήδη. Γελούσες. Με πείραζες. Έλεγες καφρίλες να με ξενερώσεις. Μα εγώ χαμπάρι. Μια αγάπη σαν σκάλα υψωμένη ως τα σύννεφα. Να μη νιώθει. Να χαίρεται και να ευγνωμονεί. Μια αγάπη σαν όλες τις άλλες, κι όμως μοναδική. Η δική μας. Χτύπησε το κινητό. Έπρεπε να φύγεις. Με άφησες, στα κρύα του λουτρού. Σα δολοφόνος που χτυπά, έφυγες, και μ΄άφησες να λιποψυχώ.Περπάτημα, πάλι.
Το πρώτο μας παγωτό. Πουτσόκρυο είχε, μα εμείς γλύφαμε και ερωτευόμασταν. Γλύφαμε και γελούσαμε. Ένας μλκς στο μαγαζί, μέσα στη γκρίνια του, μας κοίταζε και βλαστημούσε κρυφά. Στ΄αρχίδια μας. Το παγωτό μας ήταν ζεστό κι έλιωνε τα κορμιά μας. Το κρεβάτι είχε πάνω καθρέπτη. Κατάλευκο. Και το μπαλκόνι είχε θέα τις γραμμές του τραίνου. Τις ράγες που μας ένωσαν. Τελειώναμε και ξαναρχίζαμε. Αδυσώπητα. Αβασάνιστα. Ώρες ώρες νόμιζα πως το σώμα μου είναι ένα με το δικό σου κι η αναπνοή μου λες και ερχόταν από εσένα. Φωνάζαμε, γελούσαμε. Έπειτα, σε θυμάμαι στο παράθυρο μπροστά. Με ένα τσιγάρο στο στόμα…κι ο καπνός της απόλαυσης, λες και τύλιγε το σώμα μου. Γύρισα από την άλλη πλευρά. Όταν ξύπνησα, έλειπες. Έκανα μπάνιο, κατέβηκα να πληρώσω, ήταν όλα πληρωμένα. Έφυγα. Πρώτα. έφυγες εσύ.
Τώρα τα θυμάμαι. Κάθε μέρα τα θυμάμαι. Η Αθήνα είναι το καράβι μου κι εσύ τα κουπιά μου. Περπατάω μόνος και σε ψάχνω. Στη καφετέρια που σύχναζες. Έξω από το θέατρο που βγάλαμε τα εισιτήρια μας. Στο παράδρομο που φασωθήκαμε. Χτυπάει το κινητό, δεν το σηκώνω. Δεν με αφορά. Στη καντίνα με τα βρωμικά, βλέπω μια φιγούρα. Πλησιάζω, σου μοιάζει. Είσαι εσύ. Τρέμουν τα πόδια μου. Πώς θα σου μιλήσω;Γυρνάς, με βλέπεις. Γελάς. Βρίσκω δύναμη και σου λέω: “Γεια. Τί κάνεις;”
Ι από ΙΙΙΙ