κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | εύη μούρνου */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
Μια ιστορία μικρή
*το κείμενο γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύθηκε 1 Μαρτίου 2017
Ξύπνησε κι είχε ανοιχτή τη κουρτίνα. Οι ηλιαχτίδες δεν τον άφησαν, άλλο να κοιμηθεί. Έτριψε τα μάτια από τον τόσο ήλιο. Είδε δίπλα του, το κινητό κλειστό, από χθες. Αποφάσισε πως σήμερα δεν θα το ανοίξει. Όχι. Τεντώθηκε. Ετοίμασε ένα μικρό σακίδιο ωμοπλάτης, έβαλε το πλυμένο του, τριμμένο τζιν, ένα άσπρο μπλουζάκι. Πήρε το μπουφάν και μπήκε στο λεωφορείο. Δεν κοιτούσε γύρω του. Μόνο παράθυρο και ψηλά το κεφάλι. Να γεμίζει το μάτι ουρανό.
Έφτασε στο σταθμό των τρένων. Κοίταξε τα δρομολόγια, την ώρα στο ρολόι του και μπήκε σε άγνωστη διαδρομή, κόβοντας εισιτήριο για το “όπου μας βγάλει”. Μουρμούρισε ένα “θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό” και ανέβηκε τις τρεις σκάλες του βαγονιού.
Δίπλα στη θέση του, ένα κοριτσάκι με κομμένο “μάρτη” στο χέρι, κλαίει στη μαμά του, που κάθεται δίπλα.
“Ό,τι αργεί κι ό,τι στη γη είναι βαθιά κρυμμένο,
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα’ ρθει ευλογημένο”…
Ψιθύρισε κοιτώντας το μικρό κορίτσι βαθιά στα μάτια κι έτσι σταμάτησε να γκρινιάζει. Κι εκείνος γύρισε το βλέμμα προς το παράθυρο, να μην βουρκώσει από χαρά.
Πήρε τα ακουστικά στο χέρι, από το στικάκι-είπαμε, δεν καταδεχόταν σήμερα να ανοίξει κινητό-κι άκουσε τις πόρτες να κλείνουν και την αμαξοστοιχία να ξεκινά σήμερα το ταξίδι της. Μαζί της κι αυτός. Τα αυτιά του πλημμύρισαν μελωδία και μια αντηλιά στο βλέμμα, του ΄κανε το μυαλό του φεύγα.
“Κι εσύ `σαι πολιτεία
που σε ψάχνω μες στο χάρτη
κι εγώ `μαι φυλλαράκι
μες στις παγωνιές του Μάρτη”…
Το τρένο στις ράγες σταθερά έφευγε. Άφηνε πίσω του βροχές, μουντάδα, ομίχλες, διαπερνούσε τούνελ, σκοτάδια, γεμάτα φώτα, μέσα από ήλιους και σκιές, μέσα από γέλια και σιωπές. Έφτασε ψηλά στα ορεινά και προσπέρασε κάτι ανήλια ξεχασμένα παγωμένα χιόνια. Αυτά που του υπενθύμιζαν, τη λήξη του “έως τώρα”. “Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη, εγώ δεν θα γυρίσω να κοιτάξω”. Πότε πίσω. Μόνο Μπροστά. Όπως πάει το τρένο. Μια φοιτήτρια, η Μαργαρίτα, από μια πράσινη στάση, μπήκε στο βαγόνι και κάθισε αντικρυστά. Ήταν ντυμένη στα κόκκινα. Τον κοιτούσε να ακουμπά το κεφάλι στο παράθυρο και να χαζεύει το άπειρο. Για εκείνη, ούτε μια ματιά δεν χαλάλιζε. Μέσα της, αναρωτιότανε “γιατί”.
“Ένα δεντράκι τ’ άκουσε και πήγε να λυγίσει
του είπα να ‘χει υπομονή, το φόβο να νικήσει”…
Από τα μεγάφωνα ακούστηκε ανακοίνωση για πεντάλεπτη στάση, με αλλαγή μηχανής. Εκείνος κατέβηκε να στρίψει ένα τσιγάρο. Εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Κι από κοντά, κι από μακριά μα αυτός χαμπάρι. Απτόητος συνέχιζε να στρίβει καπνό μέσα στο χαρτάκι. Έβγαλε αναπτήρα και ρούφηξε την πιο βαθιά του τζούρα. Είπε να ανοίξει κινητό-μα την ώρα που σχημάτιζε το pin, πάτησε ακύρωση και συνέχισε το ταξίδι με αλλαγμένη μηχανή και μόνος στο τίποτα της επικοινωνίας.
Η Μαργαρίτα έκανε απόπειρα να του μιλήσει. “Ωραία, δεν είναι, η άνοιξη που έρχεται;”…”μάλιστα”, απάντησε εκείνος και ξαναγύρισε το βλέμμα στο παράθυρο. “Μάρτης είναι χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει”.
Εκείνος δεν άκουγε, σκεφτόταν, ανάσαινε, βουτούσε στη μουσική του. Είχε αδειάσει το μυαλό από παγετούς που τον είχαν κάνει κουρέλι ως τώρα.
Στο μυαλό του πια, είχε μόνο χώμα, φυλλαράκια κι αγάπη. Μια νηνεμία στο μάτι, σαν να βλέπει θάλασσα. Το κορίτσι δίπλα νευρικό στεναχωριόταν που δεν της έδινε καμία σημασία. Μάταιος κόπος όλα.
“Μ’ αγαπάει, δε μ΄αγαπάει…
Τι θα γίνει, πού θα πάει,
πες εσύ κι εγώ φιλώ σταυρό.
Σε κανένα δε το λέω,
κι αν με κάθε φύλλο κλαίω,
πες μου μαργαρίτα τι θα βρω”…
Το αγόρι έβγαλε από το μπουφάν στην πίσω θέση της καρδιάς, ένα μικρό ημερολόγιο. Κοίταξε την κοπέλα. Τα ματάκια της βρυσούλες, που δακρύζαν αγιασμό. Κι εκείνος δεν την συλλογιέται. Αρχίζει να γράφει στο ημερολόγιο και να χαμογελά.
Εκκρεμότητες, ανανεώσεις, ζωγραφίζει ένα σπίτι με καπνοδόχο και μια αυλή στην είσοδο. Ανθίζει απόγευμα και το τρένο φτάνει στο προορισμό του. Εκείνος κατεβαίνει, το κορίτσι τρέχει από πίσω, μα δεν της δίνει σημασία.
“Δύο φύλλα κι άλλο ένα,
Αχ, να μ’ αγαπά κι εμένα.
Τρία φύλλα, πέντε φύλλα
Μίλα μαργαρίτα, μίλα…
Ένα φύλλο τελευταίο.
Σε σκοτώνω, μα δε φταίω,
Πες πως μ’ αγαπά να στο χρωστώ”…
Με λησμονημένη αξιοπρέπεια και χαμένη ψωροπερηφάνια, χαμογελά πικρά και παίρνει τον αντίθετο δρόμο. Εκείνος κάνει βόλτα μέσα στο χωριό. Πάει ανάμεσα στα κάγκελα των περβολιών και βγάζει φωτογραφίες. Κι όπως σκοτεινιάζει βρίσκει μια πανσιόν. Μπαίνει μέσα και ζητά ένα μονόκλινο. Για ένα βράδυ. Για μια νύχτα.
“Πόσο χρονών είστε;” ρωτάει η ξενοδόχος. “Σήμερα; 31 ή μήπως ένα;”, λέει και γελάει ηχηρά. Ταυτότητα δεν έχει μαζί του, έχει όμως λεφτά. Την πληρώνει και ανεβαίνει στο δωμάτιο του. “Θα ΄ταν 12” ο αριθμός του δωματίου. Έκανε ένα μπάνιο, βγήκε, έκατσε στο κρεβάτι κι έγραψε σε άσπρο χαρτί του ημερολογίου, ένα ξεχασμένο “ακόμα σ΄αγαπώ”. Αρρώστησε από σιωπηρό λυγμό σαν το είδε γραμμένο από το χέρι του. “Με αγαπάς και δεν θυμάσαι, μες το χιόνι που κοιμάσαι”. Ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι και μέτρησε το άσπρο στο ταβάνι.
Το ξημέρωμα τον βρήκε ξαλαφρωμένο με κόκκινα μάτια αλλεργίας στο πόνο.
Άνοιξε το κινητό του, πληκτρολόγησε το pin, μπήκε στο δίκτυο. Χαμένες κλήσεις, πάμπολλα sms, ειδοποιήσεις από facebook, μηνύματα στο viber. Εκείνος δεν κοίταξε τίποτα από αυτά. Πήγε στις επαφές, βρήκε την Μυρτώ, της έγραψε ένα “ακόμα σ΄αγαπώ”. Κι έπειτα απενεργοποίησε ξανά το κινητό.
“Και στην άκρη ξεχασμένη, μια ζωή σε περιμένει.”
Κομμένη η σύμβαση με το χειμώνα.
Ότι και να γίνει, εκείνος δεν θα το μαρτυρήσει. Κατέβηκε να πάει μια βόλτα στο χωριό. Φορτίζει το μάτι του άνθος, αγάπη και μπλε του ουρανού. Βγάζει τα ακουστικά από το αυτί. Ένα αηδόνι, μέσα στη σιωπή, ανεβάζει την διάθεση του. Σφυρίζει. Κλωτσάει πετραδάκια στον δρόμο, ενόσω ψιθυρίζει τραγούδια. Που θα πάει…Μάρτης είναι και θα φέρει άνοιξη, ο κόσμος να χαλάσει…