at a glance
Top

Ερρίκος ο 365ος

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης

Μια ιστορία μικρή

Έτρεξε κι έδωσε μια σφιχτή αγκαλιά στον αδερφό που θα ‘θελε να είχε. Του σφήνωσε κι ένα ηχηρό φιλί στο αριστερό του μάγουλο. Του χάιδεψε λίγο το σγουρό κεφάλι. Δεν του μίλησε παρά μόνο τον κοίταξε. Και ήταν το σημερινό του βλέμμα τόσο διαφορετικό, που τόσο παραξένεψε τον ‘αδελφό’ και τους τριγύρω του, που χάσανε την μιλιά τους. Έμεινε ο ‘αδερφός’ μ’ ένα ολοστρόγγυλο όμικρον για στόμα σκουπίζοντας παρανοϊκά άτονα το σφηνωμένο φιλί από το αριστερό του μάγουλο. Μια, δυο, τρεις απορίες κάθε του σκούπισμα μηχανικό. Έκανε, έπειτα, ο θεοπάλαβος, μια πλήρη περιστροφή κι έβγαλε μιαν ανάσα ικανοποίησης. Ανάσα εκκίνησης. Έπειτα αγκάλιασε, όσο μπορούσε κι όσο του το επιτρέψαν, όσους γνωστούς και άγνωστους στο δρόμο του διαβήκαν. Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι με φόβο τον απώθησαν. Κάποιοι τον βρίσανε χυδαία, άλλοι γελάσανε, άλλοι του πρόλαβαν κλωτσιές. Ε, και; Εκείνος σε όλους χαμογέλασε. Μόλις ξεκίνησα, είπε στον μέσα κόσμο του, και πάλι χαμογέλασε.

Την άλλη μέρα -κι όχι ότι το ξέχασε κανείς το ψεσινό- έστειλε… σ’ όλους τους συγγενείς, σε όλους τους φίλους του, στους παλιούς συμμαθητές του έναν προς έναν, στους συνφαντάρους του στα πέρατα της χώρας, αλλά και σ’ εκείνη που ποτέ του δεν ξέχασε, κι ας του κατέβασε τον γενικό της όποιας επικοινωνίας τους, άτσαλα, χρόνους πίσω, έστειλε λοιπόν σ όλους τους… ένα μπουμπούκι. Ένα μικρό μικρό μπουμπούκι, δίχως λόγια. Μόνο με το μικρό του όνομα πάνω σε κάθε κάρτα. Α, και στους γιους του. Έξοδα ένα σωρό, χαλάλι κι άλλα τόσα! Και στην μαμά και στον μπαμπά, αλίμονο.

 

‘’ ‘Η κάποια πλάκα μας σκαρώνει ή…’’  πόσο πολύ ζορίστηκε ακόμη και στην σκέψη ο ‘αδερφός’, μα τελικά το είπε  ‘’… ή το ‘χασε το κολοκύθι, ο δικός μου’’. Συνήγοροι πολλοί.

Το νέο μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα στα μαγαζιά της γειτονιάς και έως την πλατεία και πέρα, μήνυμα το μήνυμα από πλατεία ως τις γύρω πόλεις και μέχρι Γερμανία και Αυστραλία, Αμερική και πίσω, Κύπρο κι Αλεξανδρούπολη. Αυτό ήθελε κι αυτός. Και στην βδομάδα πάνω μοίρασε, ο ίδιος του με τα δικά του πόδια, σε όλες τις ξώπορτες μία προς μία, κάρτες που φιλοτέχνησε  μονάχος του. Κι έγραφε πάνω τους με τον εξαίσιο γραφικό του χαρακτήρα, Συγγνώμη ή Σ’ αγαπώ. Ή και τα δυο παρέα.

Βρε τι οι γιοι του, τι οι γονείς του, τι φίλοι και καλοθελητάδες, τι γείτονες και τι συμμαθητές περάσαν απ’ το σπίτι του για να τον συνεφέρουν. Τι δεν του τάξανε, τι δεν του πρότειναν, τι δεν τον αποπήραν. Η σκέψη της πλάκας, πλέον, δε φάνταζε σενάριο υπαρκτό. Του λάλησε του λάλησε, γιατρούς φωνάξτε τώρα…

Ο Δεκέμβρης περνούσε τα μισά του και η υποψία χιονιού δηλώνονταν καθημερινώς δίχως το ποθητό για κάθε παιδί αποτέλεσμα. Και αφού συνέχεια το ανέβαλε ο Θεός και μόνο έταζε και όρκους δεν κρατούσε, πήρε ο Ερρίκος την απόφαση για λίγο ξεφάντωμα και γεύσεις παιδικές.

‘’Σήμερα, ανήμερα Χριστουγέννων, στο σμούριασμα πάνω, λίγο μετά τις πέντε και μισή, φόρα  τις φόρμες σου και τα αθλητικά παπούτσια σου, σκουφί και γάντια αν κρυώνεις, κι έλα να κάνουμε κέφι την ζωή, στην γειτονιά την παιδική μας’’ και το ‘στειλε μήνυμα από το κινητό του σε όσους στις Επαφές του γραμμένους είχε…

Μα πώς δεν το σκέφτηκαν νωρίτερα! Μιας και δεν έδειχνε άλλα συμπτώματα ‘τρέλας’ σίγουρα αυτό ήταν. Βέβαια. Μα πώς δεν το σκέφτηκαν νωρίτερα. Η γυναίκα του αν ζούσε θα το ‘χε καταλάβει. Στα σίγουρα πεθαίνει. Σίγουρα του ανακοινώθηκε από γιατρού το στόμα το κακό -ίσως και όγκο στο κεφάλι – και μέρες δεν του ‘μέναν. Έτσι εξηγούνται όλα. Μα και βέβαια. Έρμε, Ερρίκο. Έτσι εξηγούνται όλα.

Στο απογευματινό ραντεβού ο Ερρίκος ήταν πρώτος. Από τις πέντε, μάλιστα. Είχε έτοιμη και μια λίστα με παιχνίδια  της αλάνας για κάθε ενδεχόμενο. Ποιος ξέρει, μπορεί να μη θυμότανε κανείς τους τίποτα! Ας είμαστε σίγουροι, σκέφτηκε. Τα χνώτα του στις έξι παρά άρχισαν να διακρίνονται. Ήδη τρεις κάτω του μηδενός και η παρέα του περιορίζονταν σε έναν αδεσποτάκο σκύλο που βρήκε νόημα στα χάδια του Ερρίκου και σε μια απέραντη ησυχία. Αυτοί όλοι κι όλοι. Ήτανε, βέβαια, και τα πολλά ομολογουμένως ζευγάρια μάτια που κρύβονταν πίσω από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες και τα διάτρητα και αδιάκριτα παντζούρια, και κατάφερναν όσα δεν καταφέρνουν χίλιες γλώσσες μαζεμένες. Να δικάζουν. Δίκες βουβές, άηχες μα σκληρές, λύπησης δίκες, δίκες χωρίς συνήγορο υπεράσπισης. Ένοχος, ένοχος.

Άμα σου τάξει κάτι ο Θεός μπορεί ν’ αργήσει μα θα το κάνει. Βάλε, τώρα, και την βοήθεια του Δεκέμβρη. Βάλε και το κρύο που μαλάκωσε απάνω στο μηδέν, πρόσθεσε και τις χιλιάδες προσευχές όλων των παιδιών που καλαντήσανε απόγευμα παραμονής Πρωτοχρονιάς και πλέον μόνο αυτό τ’ απόμεινε να ‘δέσει το γλυκό’ τους… ε, ανασήκωσε λίγο το γκριζωπό του φρύδι κι ο Θεός, με νόημα εντολής, κι αυτό ήταν. Πέσανε οι πρώτες νιφάδες. Και τι μανία άδικη -σαν όλες τις μανίες- πήγανε οι νιφάδες ,ένας σωρός, και βάλαν στόχο την μαλλιαρή την ράχη του κόπρου της γειτονιάς. Μα τι μανία κι αυτή, γρύλισε ο σκύλος, και του ‘ρθαν άλλες τόσες μαζεμένες ανάμεσα απ’ τ’ αυτιά του, κι ολόκληρος τινάχθηκε μεμιάς. Έριχνε, και τι δεν έριχνε μανιασμένα. Το ‘στρωσε στους δεκαπέντε πόντους και κάτω από τα φώτα του δρόμου φαινόταν να το γλεντάνε μεθυσμένες οι χιονονιφάδες μη γνωρίζοντας το μέλλον τους. Τόση ομορφιά- ως άλλα νιάτα- γιατί να είναι υποχρεωμένη σύντομα να χαθεί, να λιώσει, σύντομα να εξατμιστεί! Άλλο είναι το θέμα μας όμως και παρασύρθηκα μοιραία. Ο Ερρίκος. Ο Ερρίκος που μετά την αποτυχία της οργάνωσης του ραντεβού στη γειτονιά διόλου δεν απογοητεύτηκε. Παρά χαμογέλασε. Ο Ερρίκος, που βλέποντας το χιόνι να κλείνει το πέρασμα για κάθε αυτοκίνητο στο στενό της γειτονιάς του, κατέβηκε πάλι αγνοώντας τις συμβουλές των δικών του ανθρώπων, αγνοώντας τις περασμένες έντεκα, αγνοώντας τους εξήντα τέσσερις πόντους χιόνι, πια, που στρώθηκαν από το απόγευμα ως τα τώρα, παραμερίζοντας από κάθε λογική σκέψη το ψυχρό αεράκι που έκανε  το κρύο να μοιάζει ακόμη πιο κρύο, πιο λευκά σκοτεινό, πιο παγωμένο. Μόλις τον πήρε χαμπάρι η γειτονιά δεν άντεξε μέρα που ήταν. Βγήκε στα στολισμένα μπαλκόνια και ένα σούσουρο  άνευ προηγουμένου επικράτησε. Οι ζωντανές μεταδόσεις μέσω κινητών ζώνανε κατά ριπάς την τελευταία νύχτα της χρονιάς. Κεντρικός στόχος εκείνος. Ο Ερρίκος έκανε με τα βήματά του έναν  άψογο κύκλο στα εξήντα και βάλε εκατοστά χιονιού, με ηρεμία και χαμόγελο. Έπειτα φώτισε με τους προβολείς του αυτοκινήτου του τον κύκλο ετούτο. Η γειτονιά σιώπησε. Πού και πού ακούγονταν κάποιο χαχανιτό μα το σταματούσαν έξι με εφτά συντονισμένα Σίγμα μ’ ένα μικρό Ταυ ως ολοκλήρωση απειλής. Τα πράγματα ήταν σοβαρά ή έτσι μοιάζανε τουλάχιστον. Ο Ερρίκος έβγαλε πρώτα το σκουφί του και το κασκόλ του. ‘’Χιονάνθρωπο θα κάνει, να δεις…’’ Έρμε, Ερρίκο. ‘’Θα μας φωνάξει να παίξουμε μαζί του χιονοπόλεμο…’’ μια φωνή από το μπαλκόνι το έκτου, πιθανότατα ο Χάρης. Έρμε, Ερρίκο. Το χιόνι ασταμάτητο έκανε διακεκομμένες γρατζουνιές στη νύχτα δίχως να την πονά, χωρίς να την πληγώνει. Έρμε, Ερρίκο. Ο αδεσποτάκος είχε πια θαφτεί μέσα στο χιόνι και κάθε προσπάθεια ν’ αποτινάξει την λευκή σκλαβιά έμοιαζε μάταιη. Παρατηρούσε τον ‘φίλο’ του σκυφτός, τα χνώτα του στέλνανε οφθαλμοφανή  μηνύματα αφοσίωσης και αγάπης, και η ουρά του ανά στιγμές ξιφομαχούσε άστοχα. Έρμε, Ερρίκο. Έβγαλε μ’ ένα μειδίαμα το μπουφάν του, έπειτα την πλεκτή ζιβάγκο του και το φανελάκι του. Έντρομες οι φωνές από τα μπαλκόνια. Τα κοντά του γένια δεν αποχωρίστηκαν ποτέ την κρυστάλλινη φορεσιά τους. Με απαράμιλλη φινέτσα απαλλάχτηκε από τα άρβυλά του και τις χοντρές κάλτσες του, και τη στιγμή που έκανε μακρινό παρελθόν του το τζιν και το εσώρουχό του, δεν ήταν λίγα τα κινητά που φύγαν από τις ‘νεκρές΄ παλάμες των βιντεοσκόπων και βούτηξαν στο χιόνι αυτοκτονώντας. Τα υπόλοιπα απλά χαμήλωσαν και πάψανε από σεβασμό να μεταδίδουν…

Ο Ερρίκος, μια γυμνή φιγούρα που άχνιζε έντονα μπρος στους προβολείς του αυτοκινήτου του που έφθιναν σταδιακά, καθώς η μπαταρία έχανε και τις τελευταίες τις δυνάμεις δίχως άλλες αντοχές, άρχισε να χορεύει κάποιο blues που έπαιζε μονάχα μέσα στα δικά του αφτιά. Και το χόρευε απερίγραπτα αισθαντικά. Τόσο, που παρέσυρε όλους τους μπαλκόνιους θεατές σε αυτό το ρυθμό. Όχι. Εκείνοι δεν απαλλάχτηκαν των ενδυμάτων τους. Όχι, βέβαια. Χόρεψαν και λικνίστηκαν όμως, πήραν αγκαλιά αληθινή τον άνθρωπό τους, φιλήθηκαν με πάθος μεταξύ τους, δακρύσανε μπροστά στα μάτια των παιδιών τους ζητώντας τους συγγνώμη για τα λάθη και τα κρίματά τους, κι έπειτα δηλώσανε στους γείτονές τους αγάπη και συγχώρεση. Κι έγινε η νύχτα τους δώδεκα ακριβώς. Έγινε η νύχτα εκείνη πρώτη γιορτή του χρόνου. Αληθινή γιορτή. Έγινε εξιλέωση, λυγμοί χαράς. Ερρίκος έγινε όλη η νύχτα, που ζέσταινε ψυχές.