Έτσι κι εκείνη, δε χρειάστηκε να πει πολλά. Κάθισε και περίμενε τη σειρά της. Το απόγευμα αυτό, σίγουρα δεν θα άλλαζε τον κόσμο. Δεν αλλάζει ο κόσμος μέσα σε ένα κομμωτήριο. Θα άλλαζε όμως, με βεβαιότητα, την καθημερινότητα ενός ανθρώπου, και μετά από αυτό σίγουρα ο κόσμος μέσα της.
Όσο περίμενε, θυμόταν τα μάτια της γυναίκας με το μαντήλι, που μπήκε το πρωί στο λεωφορείο. Μεγάλα και πράσινα, έλαμπαν με ένα παράξενο φως που την έλουζε, λες κι έβγαινε από μέσα της, απόλυτα ταιριαστά με τα χρώματα του υφάσματος που είχε τυλίξει στο κεφάλι της. Την παρατήρησε καλά, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, κι αμέσως το αποφάσισε. Θα της έκανε ένα δώρο. Το αποφάσισε κι έπιασε το τηλέφωνο.
Κάπως έτσι βρέθηκε εδώ, και τώρα- παραδομένη στα χέρια του ειδικού- κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει τον τρόπο που περιεργάζεται τα μαλλιά της. Περνούν εικόνες από μπροστά της. Τα ξέρει καλά όλα αυτά. Τα έζησε από πολύ κοντά και ξέρει. Θυμάται αγαπημένα της πρόσωπα και- τι παράξενο- δεν στενοχωριέται. Χαμογελάει, νιώθει χαρά. Μάλλον θα είναι αυτή η χαρά που λένε πως παίρνεις όταν προσφέρεις. Κοίτα να δεις που είχαν δίκιο… Θυμάται κι άλλα πρόσωπα, άγνωστα, που τα συναντούσε στους διαδρόμους στα επισκεπτήρια. Άγνωστα τα πρόσωπα, μα γνωστή η αγωνία τους. Γι’ αυτό ίσως τα ένιωθε οικεία, κοντινά. Γι’ αυτό τα θυμάται ακόμα.
Ούτε φόβο νιώθει, παρόλο που αυτός είναι ο μεγαλύτερος από όσους την κυνηγούν, το μόνιμό της άγχος. Νιώθει πιο δυνατή. Αισθάνεται πως αν -ποτέ- της συμβεί κάτι, δεν θα είναι μόνη. Σίγουρα κάποιος θα δει τη λάμψη και στα δικά της μάτια. Σίγουρα κάποιος θα θελήσει να της κάνει ένα δώρο.