at a glance
Top

ένα δώρο

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

Το ραντεβού της ήταν στις 17:00 μ.μ.. Έφτασε εκεί λίγα λεπτά νωρίτερα. Ο κομμωτής της, που το πρωί είχε δεχτεί το τηλεφώνημά της, καθόλου δεν ξαφνιάστηκε. Την ξέρει άλλωστε. Είναι γεγονός, πως ο κομμωτής μας είναι με έναν περίεργο τρόπο δικός μας άνθρωπος. Του εμπιστευόμαστε το κεφάλι  μας, οπότε οτιδήποτε άλλο μοιάζει μικρό μπροστά σ’ αυτό.

Έτσι κι εκείνη, δε χρειάστηκε να πει πολλά. Κάθισε και περίμενε τη σειρά της. Το απόγευμα αυτό, σίγουρα δεν θα άλλαζε τον κόσμο. Δεν αλλάζει ο κόσμος μέσα σε ένα κομμωτήριο. Θα άλλαζε όμως, με βεβαιότητα, την καθημερινότητα ενός ανθρώπου, και μετά από αυτό σίγουρα ο κόσμος μέσα της.

Όσο περίμενε, θυμόταν τα μάτια της γυναίκας με το μαντήλι, που μπήκε το πρωί στο λεωφορείο. Μεγάλα και πράσινα, έλαμπαν με ένα παράξενο φως που την έλουζε, λες κι έβγαινε από μέσα της, απόλυτα ταιριαστά με τα χρώματα του υφάσματος που είχε τυλίξει στο κεφάλι της. Την παρατήρησε καλά, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, κι αμέσως το αποφάσισε. Θα της έκανε ένα δώρο. Το αποφάσισε κι έπιασε το τηλέφωνο.

Κάπως έτσι βρέθηκε εδώ, και τώρα- παραδομένη στα χέρια του ειδικού- κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει τον τρόπο που περιεργάζεται τα μαλλιά της. Περνούν εικόνες από μπροστά της. Τα ξέρει καλά όλα αυτά. Τα έζησε από πολύ κοντά και ξέρει. Θυμάται αγαπημένα της πρόσωπα και- τι παράξενο- δεν στενοχωριέται. Χαμογελάει, νιώθει χαρά. Μάλλον θα είναι αυτή η χαρά που λένε πως παίρνεις όταν προσφέρεις. Κοίτα να δεις που είχαν δίκιο… Θυμάται κι άλλα πρόσωπα, άγνωστα, που τα συναντούσε στους διαδρόμους στα επισκεπτήρια. Άγνωστα τα πρόσωπα, μα γνωστή η αγωνία τους. Γι’ αυτό ίσως τα ένιωθε οικεία, κοντινά. Γι’ αυτό τα θυμάται ακόμα.

Ούτε φόβο νιώθει, παρόλο που αυτός είναι ο μεγαλύτερος από όσους την κυνηγούν, το μόνιμό της άγχος. Νιώθει πιο δυνατή. Αισθάνεται πως αν -ποτέ- της συμβεί κάτι, δεν θα είναι μόνη. Σίγουρα κάποιος θα δει τη λάμψη και στα δικά της μάτια. Σίγουρα κάποιος θα θελήσει να της κάνει ένα δώρο.

“Είμαι έτοιμη”, λέει, και κάθεται με ανυπομονησία στην καρέκλα, στον καθρέφτη μπροστά. Τα δυο χέρια πιάνουν την κοτσίδα και την κόβουν.

“Πώς σου φαίνονται;” τη ρωτά.

“Θα της πάνε τα καστανά…”, του απαντάει πιο όμορφη από ποτέ. “…Πάνε με τα μάτια της”.

Κι εκείνος, που πάντα καταλαβαίνει, της κλείνει το μάτι.