at a glance
Top

εκτός εποχής

κείμενο | μάρα τσικάρα */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου

μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Jeffrey Smart

«Άκου τώρα τι σκέφτηκα. Περιμένοντας ένα φανάρι, φορτωμένος με τρεις χαρτοφύλακες και εφτά κακές ειδήσεις.

Θέλω μια βόλτα στη θάλασσα.

Να είμαι δίπλα της ντυμένος χειμώνα και να την δω στα σκοτεινά και μελαγχολικά της. Εκτός εποχής. Όπως ακριβώς είμαι κι εγώ».

Πήγε. Αμμουδιά απέραντη και άδεια. Βυθιζόταν το παπούτσι στην άμμο και έβρισκε ξαφνικά μια δικαιολογία η έλλειψη ισορροπίας.

Αν ήταν καλοκαίρι κάπου εδώ θα έστηνε ομπρέλα. Θα τσέκαρε τον ήλιο. Θα άπλωνε ψάθα, θα ξάπλωνε. Θα κρυφάκουγε τους δίπλα, παιδιά που παίζουν, κορμιά που ψήνονται. Θα περίμενε να ζεσταθεί καλά για να βουτήξει. Η άμμος θα έκαιγε αλλά σε λίγο οι πατούσες θα έσβηναν μέσα στο νερό. Όλο και θα έβρισκε μια πέτρα να του κάνει εντύπωση. Θα την έκλεβε από τον βυθό, θα την ψηλαφούσε, θα την επέστρεφε με γκελ πίσω. Δυο τρία δειλά βήματα, χούφτες θάλασσας πάνω στο σώμα και μακροβούτι μέχρι τα βαθειά.

Καλοκαίρι δεν ήταν οπότε τρέκλισε για λίγο πάνω κάτω. Κλώτσησε φύκια, ακολούθησε πατημασιές γλάρων, κουμπώθηκε γιατί φυσούσε. Πλησίασε οχυρωμένος το θεριό, αυτό τον μύρισε κι ανόρεχτα απομακρύνθηκε. Κύμα… τι άλλο θα μπορούσε να κάνει.\

Εκεί που η άμμος ήταν νωπή, έσκυψε κι άρχισε με το δάχτυλο να γράφει. Σκάλισε πρώτα ένα «Γιατί;» που αμέσως το θεριό λιμπίστηκε και το άφησε σκέτο «τι;».  Σαν να απευθύνεται σε βαρήκοο… Αυτός ρωτάει κι η θάλασσα καμώνεται πως δεν ακούει… «τι;». Ύστερα άλλαξε πλευρά, σκάλισε ένα «Ως πότε;». Τώρα το κύμα σαν ηχώ διάλεξε να σβήσει την ερώτηση κι άφησε την απάντηση να εκκρεμεί πλάι σε τρία κοχύλια «Ως…». Ποια υδάτινη Πυθία παίζει με τις λέξεις του στέλνοντας ακατάληπτους χρησμούς; «Πες μου» σκάβει τώρα θυμωμένα μα το κύμα άλλο δεν τον καταδέχεται, ούτε καν για να τον σβήσει.

Σαν παιδί που δεν το παίζουνε της γύρισε την πλάτη. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να καταστρώνει σχέδια. Γέφυρες, σπίτια, πάρκα, δρόμους, μια ζωή σε έναν πλανήτη άλλο, μια πολιτεία απ’ την αρχή, από χρυσή αμμουδιά με θέα ορίζοντα. Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο χαιρόταν. Θαύμαζε το έργο από ψηλά, ένας μικρός θεός που φτιάχνει και γκρεμίζει το όνειρό του κατά βούληση. Μέχρι να ξανάρθει αγριεμένο το θεριό να τα κατασπαράξει όλα.

Τίναξε την άμμο και ξαναγύρισε στο φανάρι. Με τρεις χαρτοφύλακες και εφτά κακές ειδήσεις παραμάσχαλα. Με επιθυμίες εκτός εποχής. Με ερωτήματα αναπάντητα. Με σχέδια σαν από άμμο καμωμένα. Η πόλη ίδια κι αυτή μ’ ένα θεριό. Έτοιμη να τον μυρίσει κι ανόρεχτα να απομακρυνθεί. Ή να του σβήσει τον τελευταίο ελπιδοφόρο στίχο… εκείνον που έλεγε «…κι αλλάξαμε ζωή».