at a glance
Top

Αλέξανδρος Ρήγας

κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | αρχείο αλέξανδρου ρήγα */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

θα μ' αγαπάς, πάντα;

Ένα πορτραίτο είναι η ζωή και θύμησες. Ο Αλέξανδρος Ρήγας, ο Γιώργος μας, είναι ένα μικρό παιδί. Σαν αυτά που συναντάς στη γειτονιά, τα απογεύματα του Σαββατοκύριακου και ανέμελα παίζουν με τη μπάλα τους, γελάνε, αγαπάνε, θυμώνουν, ζουν τη ζωή στο μεδούλι. Θυμάμαι, το πρώτο μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου, που τον γνώρισα στη Θεσσαλονίκη. Ήπιαμε έναν γλυκό ελληνικό στη Πλατεία Αριστοτέλους, και σαν άνοιξη που “στήριζε” τον εαυτό της, άρχισε να βρέχει. Ο σερβιτόρος, ένας 25άρης λιγνός καστανόξανθος, δεν άντεξε….άρχισε να του μιλά για όλα τα σήριαλ που μεγάλωσε και γέλασε μαζί τους…για τους “Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη”, τους “Δύο Ξένους” και βέβαια το “Τί ψυχή θα παραδώσεις, μωρή”-το metto 23 χρόνια πριν μάθουμε να το λέμε metoo…Ο Αλέξανδρος έχει αυτό το σπουδαίο προνόμιο: συνδιαλέγεται με την εκάστοτε καινούργια γενιά. Τα νιάτα. Νιάτο και εγώ ήμουν, όταν πήγα στου Ψυρρή, ένα χρόνο μετά το φευγιό του πατέρα μου, και έκοψα εισιτήριο στο θέατρο ΗΒΗ, να δω το “Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή”. Τα γέλια τράνταζαν τα βράδια, μέχρι το Σύνταγμα…

“Το “Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή” ήταν το τρίτο θεατρικό έργο που γράψαμε με τον Δημήτρη Αποστόλου, μα και η πρώτη μεγάλη μας, μαζική επιτυχία. Είναι το έργο που ουσιαστικά μας γνώρισε το πλατύ κοινό. Τα προηγούμενα, η διασκευή στο “Νυφικό Κρεβάτι” και “Το Δώρο” είχαν πάει εξαιρετικά, αλλά ο “Μπαμπάς” ήταν τόσο τρανταχτά μαζικής επιτυχίας, που ανήκει στα όρια του ανεξήγητου. Εντάξει, ο “Μπαμπάς” είναι μια κωμωδία. Καλή ή μέτρια ή κακή κωμωδία, όπως την βλέπει ο καθένας, είναι μια κωμωδία βασισμένη σε μαύρης φόρμας φάρσα. Το είχαν κάνει και παλαιότερα σεναριογράφοι και εντός και εκτός Ελλάδας. Δεν είναι ότι κάναμε κάτι καινούργιο σε γραφή τότε και “αγκαλιαστήκαμε από χαρά”. Απλώς, στο “Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή” είχαμε βάλει πολύ αθωότητα και ο ενθουσιασμός μας οδηγούσε να φτιάξουμε ένα έργο που θα περνάμε καλά. Ήταν μια τεράστια επιτυχία”…

 

Ο Αλέξανδρος, είπαμε, είναι παιδί. Από αυτά έχουν μονίμως στο μυαλό τους, το “παιχνίδι”. Του θεάτρου, της μπάλας, δεν έχει σημασία-παιχνίδι να είναι, να τον ενθουσιάζει κι ο Ρήγας, το αγαπά…

 

 “Εδώ και μια δεκαετία, το έβαλα καλά στο μυαλό μου, πως οφείλω στον εαυτό μου-όχι σε άλλους-μόνο στον εαυτό μου, να κάνω πράγματα που από μικρός αγαπάω. Παραστάσεις όπως “Η Ωραία μου Κυρία”, “Σίρλευ Βαλεντάιν”, η εμπλοκή μου σε άλλους θιάσους, όπως έκανα στην “Κυρία της Νύχτας”, αλλά και με αγαπημένα έργα, όπως το “Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή” που είχα γράψει μαζί με τον Δημήτρη Αποστόλου. Και βέβαια, τώρα με το “Εκείνος και Εκείνος” του Κώστα Μουρσελά, με το Γιώργο Κωνσταντίνου. Είναι ένας “δρόμος” που μου αρέσει πολύ. Μου δίνει την χαρά της παιδικότητας. Έχω ξανά ενθουσιαστεί. Γιώργο, στο ΄χω ξαναπεί…δεν πρέπει να χάνουμε τον ενθουσιασμό μας. Γιατί ο ενθουσιασμός είναι κάτι που φεύγει με τα χρόνια. Όπως ο ενθουσιασμός για την ζωή που σταδιακά χάνεται και μας οδηγεί στον θάνατο. Η έλλειψη ενθουσιασμού για ζωή,  μας οδηγεί σιγά-σιγά στον θάνατο. Έτσι, και ο καλλιτεχνικός ενθουσιασμός-αν μειώνεται- σε πάει ντουγρού στον δημιουργικό “θάνατο”. Αισθάνομαι πάλι ριζικά ενθουσιασμένος. Ελπίζω να κρατήσει αυτό… Συχνά σκέφτομαι μια φράση σπουδαίου συναδέλφου, που στο παρελθόν, τον είχαν ρωτήσει “τί νιώθετε στην δύση της καριέρας σας;” και είχε απαντήσει “δεν ξέρω τι έκανα. Δεν ξέρω αν έκανα μέτρια ή άσχημα πράγματα. Δεν ξέρω αν πρέπει να μετράω επιτυχίες και αποτυχίες. Μα ξέρω πως έκανα το κάθετί, για να χαρίσω χαμόγελο στο κοινό. Κάποιες ώρες ξεγνοιασιάς. Θέλω να καταφέρουμε να δώσουμε χαμόγελο, μαζί με τον Δημήτρη Αποστόλου, στον κόσμο. Μπορεί και να ακούγεται λίγο. Για μένα, δεν είναι”…

Τον Αλέξανδρο τον αγαπώ βαθιά. Πέρα από τη πένα και το τρόπο παιξίματος που έμπασε στη ζωή μας, είναι ένας άνθρωπος σκέτο περιβόλι. Όταν βρεθούμε, σε ακούει, είναι εκεί ως και το τελευταίο κύτταρό του. Θυμάμαι, πριν 7-8 χρόνια, όταν πήγα στο “Αθηνών Αρένα”, που τότε ήταν χώρος πολιτισμού και είδα τη παράσταση “Ωραία μου κυρία”. Βαθιά συγκινημένος, σε όλη τη διάρκεια του έργου, διάβαζα πίσω από τις λέξεις, το μεγαλείο της αγάπης του, για το θέατρο…

 

“Αγάπησα πολύ την “Ωραία μου Κυρία”. Είναι ένα έργο που ξεχειλίζει από το λεπτό χιούμορ του Μπέρναντ Σω, στο οποίο “πάτησα” απόλυτα πάνω, με σεβασμό και με ένα αναρχικό κλείσιμο ματιού, έχοντας κάποια εμβόλιμα στοιχεία βάλει, που χαίρομαι όταν δεν τα πολυκαταλαβαίνει το κοινό, γιατί μπήκαν στον “σωστό δρόμο” και έγιναν οι “Δύο Ξένοι” που μεγάλωσε γενιές.  Το “Ωραία μου Κυρία” είναι ένα έργο με άποψη για την ζωή, τον άνθρωπο, το παιχνίδι των τάξεων, όπως και γι αυτό το πανάρχαιο κρυφτούλι της αστικής τάξης και διανόησης, που νομίζει ότι μπορεί να παίζει με τους ανθρώπους λες και είναι πλαστικές κούκλες. Οι άνθρωποι, κάθε φορά, ξαφνιάζουν και τον εαυτό τους και τους άλλους. Αυτό λέει ο Μπέρναντ Σω. Η ανθρώπινη ψυχή είναι πάνω από τάξεις, πάνω από οικονομικά “τοπία”, πάνω από οτιδήποτε. Η ψυχή και η ανθρώπινη θέληση είναι τα πρωτεύοντα στοιχεία στη ζωή. Η “Ωραία μου Κυρία” είναι ένα “παραμύθι” που αγάπησα και στήριξα πάνω την μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία μου, τους “Δύο Ξένους”. Πάνω σε αυτό το θεατρικό “πάτησα” γι αυτή την ευλογημένη τηλεοπτική σειρά. Αυτό το έργο, είναι ένας φόρος τιμής, στην γυναίκα που αγάπησα και με έκανε να πιστέψω κι εγώ στα παραμύθια. Την Αλίκη”. 

Τη πρώτη φορά που μπήκα στο θέατρο Ριάλτο, μόλις το είχε αναλάβει ο Αλέξανδρος σάστισα μπροστά στην ολοζώντανη φωτογραφία της. Σα να προστάτευε το θέατρο αυτό, η Αλίκη…και εκείνη η ατάκα…

 

“”Καληνύχτα, μην φοβάσαι, δεν σε ξέχασε κανείς”, Αλίκη Βουγιουκλάκη… Ακριβώς…Δεν….αυτό το καληνύχτα, όχι…Να σου πω κάτι; Όπου κι αν βρίσκεται αυτή η γυναίκα, μπορεί να μην την νοιάζει, αλλά εγώ θέλω να τα ακούει από κάποιους ανθρώπους κάθε βράδυ. Θέλω να το ακούει, να το αισθάνεται-δεν ξέρω…”καληνύχτα, μην φοβάσαι, δεν σε ξέχασε κανείς”…ναι…η Αλίκη Βουγιουκλάκη είναι μια γυναίκα που της άξιζαν πολύ περισσότερα πράγματα από όσα πήρε σε αυτή τη ζωή. Τώρα, εσύ θα μου πεις, μπορώ να κάνω μία φωτογραφία που ο.κ. μιλάω για την Αλίκη-και ααα  μια παράσταση είναι αφιερωμένη στην Αλίκη-και τί έγινε;…Δεν πειράζει. Όσο “μικρός” κι αν είμαι εγώ, όποιος κι αν είμαι, εγώ αυτό το οφείλω στην Αλίκη. Κι αυτή ξέρει γιατί…Η άποψη μου για την Αλίκη ήταν τεκμηριωμένη, και πριν καν την γνωρίσω, αλλά και όταν συνέβη στα χρόνια που ήμουν στη Σχολή. Η άποψη μου για την Αλίκη είναι παγιωμένη, τεκμηριωμένη, δεν άλλαξε ποτέ. Η μικρή επαφή που είχα μαζί της, παίζοντας για δύο σεζόν, στο θέατρο της, όπου ήμουν “παιδί της ατάκας”-δεν έχει σημασία…Ανέπνεα πάνω στη σκηνή, τον ίδιο αέρα με την Αλίκη κι αυτό μοναχά με ένοιαζε. Αυτό μόνο, αυξητικά “μέτρησε” μέσα μου. Κι ο θαυμασμός και η εκτίμηση για όλη αυτή την αύρα που διέθετε. Και που ούτε η ίδια η Αλίκη είχε καταλάβει πόσο σπουδαία ήταν. Πιστεύω ότι τόσο το περιβόητο καλλιτεχνικό σινάφι μας, όσο και μια μερίδα κοινού που γαλουχήθηκε από την επονομαζόμενη “αριστερή διανόηση”, κακομεταχειρίστηκε την Αλίκη. Κι εγώ στεναχωριόμουν γι αυτό που συνέβαινε. Την “κανιβάλισαν” πολύ την Αλίκη. Εύχομαι, όταν περάσουν κι άλλο τα χρόνια, να μας μείνει η Αλίκη σαν αυθεντικό χαμόγελο. Κι ένα τρυφερό βλέμμα”. 

Θυμάμαι, κάποτε έπεσα πάνω σε μια θεατρική φωτογραφία του Αλέξανδρου με τη Μαρία Τσιμά. Έπαιζαν το “Κουρδιστό Πορτοκάλι”, κάτι ψιλο “αιώνες” πριν. Ο Ρήγας έκανε τα πάντα. Δίχως φραγμούς και ταμπέλες. Γιατί έτσι γουστάρει. Γιατί έτσι αγαπά.

 

“Το θέατρο, το αγαπάω, όπως αγαπάω τον αέρα που αναπνέω. Γιατί δίχως αυτόν, δεν μπορώ. Όσο θέατρο και να κάνω, θέλω να κάνω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…Αισθάνομαι ότι είναι καθαρός αέρας μέσα μου, ακόμα κι αν έχει βοριάδες, θαλασσοταραχές, είναι όμως ο αέρας που χρειάζομαι για να επιβιώσω. Για το θέατρο σκέφτομαι συνέχεια. Η ζωή μου όλη περιστρέφεται γύρω από το θέατρο. Γνωρίζω σημαντικούς ανθρώπους μέσα από αυτό. Γνωρίζω και “τρελούς”, “παρανοϊκούς” ανθρώπους μέσα σε αυτό-που κατά καιρούς- είμαι όλα αυτά κι εγώ μαζί…ή κάποιες φορές είμαι μερικά από αυτά…Γνωρίζω τον εαυτό μου, μέσα από το θέατρο. Και το αγαπάω γιατί είναι ένας τρόπος να έχω μια επικοινωνία με το κοινό. Με το θέατρο, αισθάνομαι ότι με αποδέχονται. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, για μένα. Έχω συνειδητοποιήσει απόλυτα τις επιθυμίες μου. Εδώ και χρόνια, δεν έχω κανένα πρόβλημα να διεκδικώ αυτά που θέλω. Παλαιότερα, δεν το έκανα. Δεν διεκδικούσα. Ήμουν μοναχικός καβαλάρης-άντε και με τον Δημήτρη Αποστόλου, πολλές φορές. Είχα πάρει τον μοναχικό, δεδομένο μου δρόμο. Κάποιες φορές είχε επιτυχία, άλλες όχι. Δεν έχει σημασία…ο δρόμος παρέμενε συγκεκριμένος. Θέλω να “ανοιχτώ” και άλλο! Διεκδικώ το δικαίωμα μου να διεκδικώ. Αυτό με κάνει συνέχεια να χαμογελάω. Ακούγεται περίεργο και ξαφνιαστικό, για τους καιρούς που ζούμε. Εγώ αποφάσισα πάλι να ονειρεύομαι. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα. Αποφάσισα να ονειρεύομαι και για τη ζωή. Αποφάσισα να περνάω-όσο καλύτερα μπορώ-την μέρα μου, διαβάζοντας, να κάνω θέατρο, ενδεχομένως να κάνω πάλι τηλεόραση, να κάνω ταξίδια, να δοκιμαστώ με θεατρικά έργα από αυτά που διάβαζα όταν ήμουν στην Δραματική Σχολή, μα και με αυτά που διάβασα μετέπειτα. Να προσπαθήσω κάτι από αυτά να γίνει. Μόνο υγεία να έχω και θα το προσπαθώ. Θα το παλέψω.  Θέλω πολύ να ανέβω Θεσσαλονίκη και να κάτσω για καιρό. Η πόλη μου ταιριάζει. Η αύρα της Θεσσαλονίκης μου πάει με χίλια. Αυτή η περιβόητη αναρχία της, μου ταιριάζει. Μια αναρχία που πατάει σε ένωση, όχι σε διάλυση. Αισθάνομαι ζεστά όταν βρίσκομαι Θεσσαλονίκη”. 

Με τον Αλέξανδρο έχω κάνει υπέροχα ξενύχτια! Πέντε το πρωί, βγαίναμε από ένα μαγαζί στο Θησείο και μου έλεγε “κοίτα πίσω σου. Αυτό το μπαράκι που είμασταν, αν ήταν θέατρο και είχε μπροστά τη μαρκίζα- και σαν σημείο, δεν θα ήταν υπέροχο. Όλοι θα έβλεπαν μια τεράστια μαρκίζα θεάτρου”. Κι εγώ, ξενέρωτα του απαντούσα “γάμισε μας, ρε Άλεξ, με τα θέατρα και τις μαρκίζες, μπες στο ταξί σου, να πάμε σπίτια μας, να πεθάνουμε στον ύπνο”….

“Θα στο πω ξεκάθαρα….Ότι και να ΄χει γίνει, όταν μπαίνεις σε μια σκοτεινή αίθουσα, ανοίγεις την πόρτα και πας πίσω-πίσω και κάθεσαι, σε θέατρο γεμάτο με αυτό που έχεις κάνει….άντε, τώρα να με πείσεις εσύ, ότι αυτό δεν είναι υπέρτατη ηδονή….Είναι κάποιοι άνθρωποι που αφιέρωσαν ένα βράδυ, δυο ώρες από τη ζωή τους, σε επέλεξαν ανάμεσα σε δεκάδες θεάματα και το έκαναν για να περάσουν καλά. Όταν αυτό το καταφέρνεις, πίστεψε με, είναι υπέρτατη ηδονή, που σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα…Πέρα από την δουλειά μου, προσπαθώ…θα σου φανεί μικρό κι ασήμαντο… Βρίσκω χαρά στο ότι ξυπνάω ζωντανός. Ανοίγω τα μάτια μου, φτιάχνω ένα καφέ και ευχαριστώ το σύμπαν, τον Θεό ή ότι πιστεύει ο καθένας, για το ότι έχω μια ακόμα μέρα να ζήσω. Μια μέρα ακόμα ζωής, μου δίνει χαρά. Έχω μια μέρα ακόμα να ζήσω, να κάνω ένα τσιγάρο, από τα λίγα που μπορώ πλέον  να κάνω μέσα στην μέρα. Μια γουλιά καφέ…να ονειρευτώ, να κάνω μια βόλτα…Σου φαίνεται μικρό; Ακούγεται συμβατικό, δεν είναι δεδομένο, αλλά εγώ χαίρομαι που μπορώ ακόμα να διεκδικώ την καθημερινότητα της ζωής. Ξυπνάω, πίνω το καφέ μου, έχω απέναντι θέα την Ακρόπολη και επικοινωνώ με το κόσμο. Να μιλήσω στα τηλέφωνα, να συναντηθώ με ανθρώπους, να “τσαλαβουτήσω” μέσα στη ζωή με γεμάτα και τρανταχτά βήματα”. 

 

Ο Αλέξανδρος τη διετία του covid, προσέφερε τεράστιο γέλιο και αλήθειες, στην πιο “προχώ” ελληνική κωμική τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας: “η Τούρτα της μαμάς”. Πήρε τους χαρακτήρες που μας κατακλύζουν σε όλη τη καθημερινότητα μας με όλες τις παπαροαπόψεις τους και τους έκατσε σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Να μαλώνουν, να γελάνε, να γίνονται πύρκαυλοι, να τραγουδάνε, να αναφωνούν “ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια”- στηλιτεύοντας τον Νεοέλληνα, με το καλύτερο τρόπο και μια χαρμολύπη  ανάμνησης….Μα και πάλι, θέατρο. Ο Αλέξανδρος είναι γεννημένος για να γράφει και να κάνει θέατρο.

“Από κεκτημένη ταχύτητα,  άργησα να συνειδητοποιήσω, πως το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Και οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους του θεάτρου, όπως και η σχέση με το κοινό είναι ζωντανοί οργανισμοί. Σε αυτόν, λοιπόν,  το ζωντανό οργανισμό, οφείλουμε να εξελισσόμαστε και να αλλάζουμε. Να παίρνουμε κι άλλες μορφές. Η στασιμότητα είναι θάνατος. Η στασιμότητα είναι θλιβερό φαινόμενο. Και η έλλειψη συνειδητότητας της στασιμότητας είναι τραγική. Αυτό άργησα να καταλάβω…δεν έπρεπε να επαναπαυθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα, στον τρόπο που “υπήρχα” μέσα στα πράγματα. Κάποια “τα τρέχω” τώρα! Ελπίζω να μην είναι αργά. Να έχω λίγα ακόμα χρόνια, να παλέψω… Πέρασα μεγάλο διάστημα στη ζωή μου, με κρίση παρατεταμένης εφηβείας. Αυτό που σου λέω, είναι διεγνωσμένο, “χαχα, γέλια, και τα σχετικά”, κλινικό φαινόμενο…αρνιόμουν για πολλά χρόνια να μεγαλώσω. Από εκεί απορρέουν τα θετικά και τα αρνητικά του χαρακτήρα μου και του τρόπου που συμπεριφέρομαι. Ο τρόπος που πορεύθηκα στη ζωή, οφειλόταν σε μια βελόνα που είχε κολλήσει στα δεκαπέντε μου χρόνια-και πεισματικά δεν ήθελα να ωριμάσω. Επαγγελματικά, προσωπικά, συναισθηματικά…είχα σε όλα εφηβεία και ταυτόχρονα μια τετράγωνη λογική. Δεν ξαφνιαζόμουν ποτέ από τους ανθρώπους. Δεν περίμενα παραπάνω από αυτά που μπορούσαν οι άλλοι να μου δώσουν. Μεγάλες αυταπάτες δεν είχα, και έτσι δεν βίωσα μεγάλες απογοητεύσεις. Αυτό που με πικραίνει, είναι πως η γενιά μου μεγάλωσε με αυταπάτες. Έχει να κάνει με τη σχέση μας, με την πολιτική. Μεγάλωσα με τις αυταπάτες που τις ζούμε-είναι μπροστά μας….Και τί δε ζήσαμε! Μέχρι και αυταπάτες κυβερνώσας αριστεράς σε ένα καπιταλιστικό τοπίο. Μεγάλωσα με τις αυταπάτες του περιούσιου λαού, που όλοι τον επιβουλεύονται και όλοι του χρωστάνε. Και ο ίδιος  ο άνθρωπος δεν φταίει για κανένα του λάθος, για όλα φταίνε οι άλλοι. Μεγαλώσαμε με πολλές, τέτοιες αυταπάτες. Θέλω να πιστεύω ότι η επόμενη γενιά, θα τις “φυσήξει”, θα φύγουνε σαν σκόνη και θα είναι πολύ καλύτερη από εμάς. Πολύ πιο υγιείς. Θέλω οι αυταπάτες της γενιάς μου να φύγουν. Πληγωθήκαμε από αυτές και κάναμε κατά συρροή λάθη, που τώρα τα πληρώνουμε. Η επόμενη γενιά που βγαίνει στη ζωή, μακάρι να τα καταλάβει όλα αυτά. Το να αναλάβεις την ευθύνη, δεν πρέπει να εμπεριέχει φόβο. Η αίσθηση της συλλογικής ευθύνης είναι το πρώτο και το τελευταίο σκαλί, για να γίνεις σωστός πολίτης, σωστός πατέρας, σωστός σύντροφος, σωστός ψηφοφόρος, σωστός άνθρωπος. Να έχεις την γενναιότητα να αναλαμβάνεις τις ευθύνες των πράξεων σου”. 

Στο “Εκείνος και Εκείνος” υπάρχει μια φράση που με συγκινεί, όταν την ακούω από τα χείλια του Αλέξανδρου Ρήγα  και τη λέει ως “Σόλων”….”Για να πάρεις επίδομα ανεργίας πρέπει να ‘σαι εργαζόμενος…Ίσως ο κόσμος εξελίσσεται, αλλάζει μου λέει…Ισως έφτασε η μέρα που ο άνθρωπος δε θα ζει για να δουλεύει…αλλά για να χαίρεται / να δημιουργεί / να κάνει έρωτα / να βουτάει στη θάλασσα / να γελάει /να φιλοσοφεί / να ‘χει χρόνο…να έχει χρόνο για να αγαπάει”…Νομίζω ότι ο Άλεξ καταχαίρεται την ώρα που λέει αυτές τις αράδες από σκηνής….την ώρα που δέχεται και δίνει αγάπη….γιατί “όταν παίρνεις, γεμίζουν τα χέρια σου, όταν δίνεις γεμίζει η καρδιά σου”….

 

“Πορεύτηκα στην ζωή μόνο με αγάπη. Έδωσα και εισέπραξα αγάπη. Αν δεν είχα εισπράξει αγάπη, δεν θα μιλούσαμε τώρα. Θα ήμουν αλλού και θα έκανα κάτι άλλο. Εισέπραξα περισσότερη αγάπη από όση έδωσα. Χρωστάω στην αγάπη, δεν μου χρωστάει. Σε όλα τα επίπεδα…επαγγελματικά, διαπροσωπικές σχέσεις, στην “κλωστή” που με συνδέει με το κοινό, παντού. Πήρα πιο πολύ αγάπη, από όση έδωσα. Είμαι ευγνώμων γι αυτό. Αλλά, παλεύω και για περισσότερη αγάπη. Και να δώσω και να πάρω. Είμαι πολύ “γεμάτος” και ευγνώμων για ότι έχω ζήσει. Μα θέλω κι άλλο. Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο! Η ζωή δεν χορταίνεται”.

 

 

αποσπάσματα από συνέντευξη του Αλέξανδρου Ρήγα, στο Γιώργο Παπανικολάου, Ιανουάριο 2017.