at a glance
Top

το ταξίδι

κείμενο | μάρα τσικάρα */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου

μια συνομιλία με τη ζωγραφική του René Magritte

-Τι είναι για σένα πολυτέλεια σήμερα;

-Ξέρω κι εγώ…

Ο χρόνος; Ένα τζάκι; Ένα ταξίδι…

 

Το ταξίδι αιωρείται σαν στεναγμός πάνω στη μέρα. Στριμώχνεται ανάμεσα σε λέξεις, τρυπώνει μέσα σε φούριες κι όνειρα. Φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν, δεν το ποτίζουν, δεν το φροντίζουν. Έρχεται σαν σφήνα κάτω από την πόρτα και την κρατάει ανοιχτή. Εκείνος την κλείνει για να συγκεντρωθεί μα αυτό περνάει σαν κλέφτης από τη χαραμάδα. Δεν προλαβαίνω… τσιρίζει μήπως το φοβίσει… κι αυτό ανένδοτο αναιδέστατο επιμένει. Αναποδογυρίζει υποχρεώσεις, προκαλεί και στο τέλος παρασέρνει.

Για πότε βρέθηκαν μέρες και χρήματα ούτε που το κατάλαβε. Ένα διήμερο ταξίδι… τόσο απλά. Βρήκε μέσο παρέα προορισμό, τάισε μια βαλίτσα προσδοκίες κι έφυγε. Ή μήπως δεν έκλεισε την καφετιέρα; Το θερμοσίφωνο; Έκανε κλακ η πόρτα φεύγοντας; Μήπως δεν πήρε φορτιστή; Πιτζάμες; Εισιτήριο; Κι αν γίνει κάτι; Αν κλείσουν οι δρόμοι; Αν τον θέλουν επειγόντως πίσω;

Τα ροδάκια της βαλίτσας κάνουν θόρυβο στο δρόμο. Ανταγωνίζονται αυτά με το μυαλό του. Ποιος θα φωνάξει πιο πολύ… ποιος θα σπάσει πρώτος; Έλα γύρνα προλαβαίνεις… θα σώσεις το σπίτι από φωτιά… από κλέφτες… από μοναξιά. Θα κάνεις παρέα στους τοίχους… θα δεις ταινίες… κι αυτές ταξίδια είναι, περιπέτειες σ’ εξωτικά μέρη. Θα χεις το μπάνιο, το ψυγείο, την ησυχία σου. Τις δουλειές σου. Έλα γύρνα προλαβαίνεις…

Μικρές σειρήνες οι ενοχές που τον γητεύουν. Απ’ έξω ένας κύριος τυχερός που ταξιδεύει, από μέσα ένα θεριό που παλεύει με τους ανέμους. Ένα μικρό παιδί που χάθηκε στο δρόμο. Ένα σκυλί αμήχανο χωρίς την αλυσίδα. Θέλει να τρέξει μπρος, μα τα πόδια πάνε πίσω. Θέλει να φωνάξει να ουρλιάξει πως ένα διήμερο ταξίδι είναι μόνο αφήστε τον ήσυχο το δικαιούται…

Σταματάει απότομα. Χαϊδεύει για λίγο το μέτωπό του, βάζει στ’ αυτιά κερί και συνεχίζει. Σε λίγο βρίσκει μια άλλη πόλη, ένα άλλο σπίτι, ένα λιμάνι, εφτά στενά. Άλλος καιρός, άλλος ουρανός, άλλοι άνθρωποι. Σαν να άνοιξε λίγο το πεδίο, ξεκουνήθηκε η ζωή απ’ τη θεσούλα της. Πήγε κάπου που ο χρόνος είναι δώρο, το τζάκι ζεστασιά και το ταξίδι μια ευκαιρία άλλης προοπτικής. Όχι πολυτέλεια. Μια γλυκιά ανάγκη για κάτι άλλο.

Το σπίτι τον περίμενε στη θέση του. Το ίδιο και η καφετιέρα και το σβηστό θερμοσίφωνο. Κι οι υποχρεώσεις που σαν ψηλό βουνό περίμεναν να σκαρφαλώσει. Χάιδεψε για λίγο το μέτωπο και βούτηξε με τα μούτρα στη δουλειά. Μόνο που τώρα άφησε την πόρτα ανοιχτή, να ‘χουν τα ταξίδια πρόσβαση για να τον παρασέρνουν.